- ασυντρόφευτος
- ασυντρόφευτος, -η, -ο και ασυντρόφιαστος, -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν έχει μόνιμο ή προσωρινό σύντροφο: Όλα αυτά τα χρόνια είχε μείνει μόνος κι ασυντρόφευτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.