ασυντρόφευτος

ασυντρόφευτος
ασυντρόφευτος, -η, -ο και ασυντρόφιαστος, -η, -ο
επίρρ. αυτός που δεν έχει μόνιμο ή προσωρινό σύντροφο: Όλα αυτά τα χρόνια είχε μείνει μόνος κι ασυντρόφευτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ασυντρόφευτος — η, ο αυτός που δεν έχει σύντροφο ή συντροφιά …   Dictionary of Greek

  • ερημικός — ή, ό (AM ἐρημικός, ή, όν) [έρημος] 1. αυτός που ανήκει, που αναφέρεται στην ερημιά, απάτητος, έρημος, απόκεντρος, ασύχναστος 2. αυτός που ζει στην ερημιά, εκεί που δεν συχνάζει άνθρωπος, αυτός που βρίσκεται στην έρημο, μονήρης, μοναχικός,… …   Dictionary of Greek

  • παραταίρι — το αυτός που στερείται από τον σύντροφο του στο ζευγάρι, αυτός που δεν έχει σύντροφο, ο ασυντρόφευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ταίρι] …   Dictionary of Greek

  • ασυνόδευτος — η, ο ο χωρίς συνοδό, ασυντρόφευτος: Στην εποχή μας τα κορίτσια γυρίζουν ασυνόδευτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”